απόνησο(ν)

απόνησο(ν)
το скалистый островок (вблизи берега)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απόνησο(ν)" в других словарях:

  • Απόνητο ή Απόνησο — Ονομασία δύο μικρών ελληνικών νησιών. Το ένα βρίσκεται κοντά στην Αίγινα, νότια από το ακρωτήριο Αφαία ή Τούρλος. Το νησί αυτό μοιάζει με μεγάλο βράχο και γύρω του υπάρχουν πολλοί ύφαλοι. Το άλλο βρίσκεται μπροστά στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • 'πόνησ' — ἀ̱πόνησο , ἀπονέομαι go away plup ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνησο , ἀπονέομαι go away perf imperat mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνησαι , ἀπονέομαι go away perf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀπόνησαι , ἀπονέομαι go away aor imperat mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»